- πωλωνεῖα
- πωλωνεῖα, τά,A buying of colts, dub. in IG12.462.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πωλωνεία — τὰ, Α το να αγοράζει κανείς πώλους, πουλάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πωλώνης (< πῶλος + ώνης < ὠνοῦμαι), πρβλ. τελώνης: τελ ωνεῖον] … Dictionary of Greek